πικέτο

πικέτο
το
(λ. ιταλ.)
1. παιχνίδι με τράπουλα: Παίζουν ταχτικά πικέτο στη λέσχη.
2. δεσμίδα από 32 τραπουλόχαρτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πικέτο — το, Ν 1. χαρτοπαίγνιο που παίζεται με 32 χαρτιά 2. η δεσμίδα με τα 32 χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. picchetto] …   Dictionary of Greek

  • λέζα — η χαρτοπαικτικός όρος στο παιχνίδι πικέτο, που δηλώνει την περίπτωση κατά την οποία ο ένας από τους δύο αντίπαλους παίκτες έχει συγκεντρώσει περισσότερα από τα μισά χαρτιά, έχει κάνει περισσότερες από έξι «χαρτωσιές». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”